w Εγγενής
ΣΥΝ: έμφυτος, σύμφυτος, συμφυής, φυσικός, πρωτογενής, ενστικτώδης
ΑΝΤ:επίκτητος,πρόσθετος,μεταγενέστερος,υστερογενής,αλλογενής,ετερόχθων
- Εγείρω
ΣΥΝ:σηκώνω,αφυπνίζω,προβάλλω,ασκώ,κτίζω,φτιάχνω,δημιουργώ,προξενώ,εμπνέω
ΑΝΤ:υποστέλλω,ρίχνω,υπνωτίζω,αποχαυνώνω,αποσιωπώ,αγνοώ,γκρεμίζω,κατεδαφίζω
w Εγγύηση
ΣΥΝ: διασφάλιση, εξασφάλιση, εχέγγυο, διαβεβαίωση, κατοχύρωση, ασφαλής προϋπόθεση
ΑΝΤ: αβεβαιότητα, το αβέβαιο, ανασφάλεια, το ακατοχύρωτο, προαιρετικότητα, εθελοντικότητα
- Εγκάρδιος
ΣΥΝ:θερμός,φιλικός,ειλικρινής,αληθινός,ανυπόκριτος,επιστήθιος,διαχυτικός,εκδηλωτικός
ΑΝ:ψυχρός,παγερός,τυπικός,συμβατικός,εχθρικός,ανειλικρινής,απεχθής,μισητός,ψύχραιμος
- Έγκειται
ΣΥΝ: βρίσκεται, εντοπίζεται, (εν) υπάρχει, συνίσταται
- Εγκόσμιος
ΣΥΝ:γήινος,επίγειος,αισθητός,ευφήμερος,θνητός,κοινωνικός,ενδοκόσμιος,ενδοϊστορικός
ΑΝΤ:υπερκόσμιος,εξωκοσμικός,υπεραισθητός,άχρονος,υπερβατικός,υπεριστορικός
- Έγκριση
ΣΥΝ:επιδοκιμασία,επικρότηση,υπερψήφιση,συναίνεση,αποδοχή,συμφωνία
ΑΝΤ: καταψήφιση, απόρριψη, διαφωνία, αντίθεση, αποκήρυξη, καταγγελία
w Έγκυρος
ΣΥΝ:αναγνωρισμένος,αξιόπιστος,αξιοσέβαστος,υπεύθυνος,αυθεντικός,επίσημος
ΑΝΤ: άκυρος, αναξιόπιστος, ανεπίσημος
- Εισβάλλω
ΣΥΝ:εισέρχομαι,επιτίθεμαι,καταλαμβάνω,παραβιάζω,εφορμώ,επιφαίνομαι,κατακλύζω
ΑΝΤ:εκβάλλω,αποχωρώ,αποσύρομαι,εξαφανίζομαι,εκλείπω,απομακρύνομαι
- Εισπράττω
ΣΥΝ:εξαργυρώνω,ρευστοποιώ,προεξοφλώ,λαμβάνω,δέχομαι,αντιμετωπίζω,συναντώ
ΑΝΤ:καταβάλλω,πληρώνω,δίνω,εκταμιεύω,μεταδίδω,εκπέμπω,επιστρέφω,ανταποδίδω
- Εισφορά
ΣΥΝ: συνδρομή, συμβολή, συμμετοχή, μερίδιο, έρανος, προσφορά
ΑΝΤ: αφαίρεση, στέρηση, αρπαγή, αποχή, απουσία
- Έκβαση
ΣΥΝ: κατάληξη, απόληξη, αποτέλεσμα, ολοκλήρωση, αποπεράτωση
ΑΝΤ: αρχή, έναρξη, ξεκίνημα, αφετηρία, εκκίνηση
- Εκκαθαρίζω
ΣΥΝ: απαλλάσσω, απομακρύνω, διώκω, ολοκληρώνω, διευθετώ, αποσαφηνίζω
ΑΝΤ: επιβαρύνω, διατηρώ, συντηρώ, προσθέτω, αυξάνω
- Εκκεντρικός
ΣΥΝ: ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, ιδιαίτερος
ΑΝΤ: κοινός, συνηθισμένος, συμβατικός, τυπικός, κομφορμιστής
- Εκλεκτός
ΣΥΝ: ξεχωριστός, διακεκριμένος, ανώτερος, ποιοτικός, αρεστός, αιρετός, αγαπημένος
ΑΝΤ: αγοραίος, ανώνυμος, κατώτερος, ευτελής, άχρηστος, μισητός, διορισμένος, δοτός
- Έκλυτος
ΣΥΝ:αχαλίνωτος,ανήθικος,ακόλαστος,διεφθαρμένος,ελευθέριος,φαύλος,άσωτος,έκφυλος
ΑΝΤ:εγκρατής,μετρημένος,ασκητικός,συμμαζεμένος,ηθικός,ενάρετος,χρηστός,αγνός
- Εκμυστηρεύομαι
ΣΥΝ: εμπιστεύομαι, αποκαλύπτω, φανερώνω, εξομολογούμαι, μαρτυρώ
ΑΝΤ: αποκρύπτω, φυλάω, κρατώ, σιωπώ, σωπαίνω
- Εκούσιος
ΣΥΝ:εθελημένος,θεληματικός,εθελοντικός,αυτόβουλος,προαιρετικός,σκόπιμος,αβίαστος
ΑΝ:ακούσιος,άθελος,αναγκαστικός,αυτόματος,αυθόρμητος,τυχαίος,υποχρεωτικός,αθέλητος
- Εκπρόθεσμος
ΣΥΝ: καθυστερημένος, αργοπορημένος, υστερόχρονος
ΑΝΤ: εμπρόθεσμος, έγκαιρος
- Εκσυγχρονίζω
ΣΥΝ: μεταρρυθμίζω, εκμοντερνίζω, ανανεώνω, φρεσκάρω, συγχρονίζω
ΑΝΤ: αναχρονίζω, παλαιώνω, απαρχαιώνω, καθηλώνω, διατηρώ
- Εκτρέπω
ΣΥΝ:μεταβάλλω,στρέφω,κατευθύνω,στέλνω,παρεκκλίνω,ξεστρατίζω,καταπέφτω,καταντώ
ΑΝΤ: διατηρώ, λαμβάνω, δέχομαι, ευθυγραμμίζομαι, εξελίσσομαι ομαλά
- Εκφορά
ΣΥΝ:έξοδος,απομάκρυνση,διατύπωση,έκφραση,κατάθεση,προφορά,εκφώνηση,άρθρωση
ΑΝΤ: είσοδος, εισαγωγή
- Εκφράζω
ΣΥΝ:εκδηλώνω,αποκαλύπτω,δείχνω,αναδεικνύω,καταγράφω,απηχώ,επικοινωνώ
ΑΝΤ: αποσιωπώ, αποκρύπτω, απωθώ, εσωτερικεύω, επικαλύπτω, σκεπάζω
- Εκχωρώ
ΣΥΝ: παραχωρώ, δίνω, μεταβιβάζω, παραδίδω, προδίδω, απεμπολώ
ΑΝΤ: διατηρώ, κρατώ, προασπίζομαι, προστατεύω
- Ελέγχω
ΣΥΝ:επιθεωρώ,δοκιμάζω,ανασκευάζω,περιορίζω,συγκρατώ,πειθαρχώ,κυβερνώ,διευθύνω,τιθασσεύω,διοικώ,κατηγορώ,επικρίνω,αξιολογώ,παρακολουθώ,επιθεωρώ,επιδεικνύω,μαρτυρώ
ΑΝΤ: επικροτώ, αποδέχομαι, αυξάνω, τροφοδοτώ, ενισχύω, χάνω τον έλεγχο,επικρίνω,επαινώ,εγκαταλείπω,παρατώ,παραβλέπω,παρασιωπώ,εθελοτυφλώ,συγκαλύπτω,αποσιωπώ,διαψεύδω
- Ελκυστικός
ΣΥ:γοητευτικός,θελκτικός,σαγηνευτικός,ενδιαφέρων,αξιοπρόσεχτος,ωραίος,συναρπαστικός
ΑΝΤ:απωθητικός,αποκρουστικός,απαίσιος,άσχημος,αδίαφορος,άθλιος,απαράδεκτος,εκνευριστικός,ενοχλητικός
- Έλλειψη
ΣΥΝ:απουσία,ανυπαρξία,ένδεια,στέρηση,φτώχεια,ανεπάρκεια,σπανιότητα,ατέλεια,κενό
ΑΝΤ:ύπαρξη,παρουσία,επάρκεια,αφθονία,πλούτος,πληθώρα,σωρεία,περίσσεια,πληρότητα
- Εμπεριστατωμένος
ΣΥΝ:συστηματικός,ακριβής,λεπτομερής,διεξοδικός,προσεκτικός,επιμελημένος,πειστικός
Α:πρόχειρος,επιπόλαιος,αβάσιμος,ατεκμηρίωτος,απρόσωπος,εικονικός,τυπικός,επιφανειακός
- Εναλλακτικός
ΣΥΝ:αναπληρωματικός,επικουρικός,πρωτοποριακός,μοντέρνος,καινοτόμος,ανατρεπτικός
ΑΝΤ:κύριος,βασικός,παραδοσιακός,καθιερωμένος,κατεστημένος,συμβατικός,κυρίαρχος
- Εναργής
ΣΥΝ:ευδιάκριτος,φανερός,σαφής,διαυγής,εύληπτος,εύκολος,ευνόητος,εκφραστικός,ζωηρός
ΑΝΤ:δυσδιάκριτος,σκοτεινός,θαμπός,απροσδιόριστος,ασαφής,συγκεχημένος,μπερδεμένος
- Εναρμονίζω
ΣΥΝ:συνταιριάζω,εξισσοροπώ,συμβιβάζω,συντονίζω,εξομοιώνω,προσαρμόζω,ταυτίζω
ΑΝΤ:διαχωρίζω,απομακρύνω,απομονώνω,αποδυντονίζω,αποκόβω,διακρίνω,διαφοροποιώ
- Ενδείκνυμαι
ΣΥΝ:υπαγορεύομαι,επιβάλλομαι,προσφέρομαι/(γ’εν):απαιτείται,χρειάζεται,προτείνεται
ΑΝΤ: αντενδείκνυμαι, αποφεύγομαι,/ (γ’ εν): απαγορεύεται, είναι μάταιο, δεν ωφελεί
- Ενδιαφέρω
ΣΥΝ:απασχολώ,νοιάζω,ελκύω,γοητεύω,φροντίζω,μεριμνώ,ασχολούμαι,στρέφομαι,καλοβλέπω,κόπτομαι
ΑΝΤ: απωθώ, ενοχλώ, εκνευρίζω, αδιαφορώ, αντιπαθώ, αποστρέφομαι
- Ενδοιασμός
ΣΥΝ:δισταγμός,επιφυλακτικότητα,αμφιταλάντευση,κλονισμός,αναστολή,αμφιβολία,αντίρρηση,ένσταση
ΑΝΤ:βεβαιότητα,κατηγορηματικότητα,σαφήνεια,αποφασιστικότητα,σιγουριά,αυτοπεποίθηση,σταθερότητα,προθυμία
- Ενδόμυχος
ΣΥΝ:ενδότατος,βαθύτερος,ανομολόγητος,κρυφός,ανεκδήλωτος,απωθημένος,αφανέρωτος
ΑΝΤ:εξωτερικός,συμβατικός,τυπικός,ρητός,δηλωμένος,ολοφάνερος,απροκάλυπτος
w Εξαθλίωση
ΣΥΝ:αθλιότητα,μιζέρια,φτώχεια,δυστυχία,πείνα,μαρασμός,αποσύνθεση,φθορά,κατάπτωση, ξεπεσμός, περιθωριοποίηση
ΑΝΤ: ευημερία, υλική άνεση, καλοπέραση, ευμάρεια, ευτυχία, πρόοδος, ακμή
- Επακόλουθο
ΣΥΝ:συνέπεια,αποτέλεσμα,παρακολούθημα,παρεπόμενο,αντανάκλαση,συνακόλουθο
ΑΝΤ: προϋπόθεση, προηγούμενο, αιτία, αφορμή, βάση, αφετηρία
- Επιδρώ
ΣΥΝ: επηρεάζω, επενεργώ, παρεμβαίνω, συντελώ, προσδιορίζω
ΑΝΤ: απέχω, απουσιάζω, αδρανώ, αφήνω ανεπηρέαστο
- Επίκαιρος
ΣΥΝ:έγκαιρος,άμεσος,γρήγορος,σύγχρονος,φρέσκος,καίριος,πρόσφορος,σπουδαίος,ζωτικός
ΑΝΤ:άκαιρος,καθυστερημένος,μάταιος,ανεπίκαιρος,ακατάλληλος,μειονεκτικός,ευάλωτος
w Επιλήψιμος
ΣΥΝ:αξιοκατάκριτος,κατακριτέος,αξιόμεμπτος,επίμεμπτος,ανήθικος,φαύλος,αχρείος
ΑΝΤ:ανεπίληπτος,αδιάβλητος,αξιέπαινος,αξιοσέβαστος,ηθικός,ενάρετος,χρηστός
- Επιμελούμαι
ΣΥΝ:φροντίζω,περιποιούμαι,ενδιαφέρομαι,νοιάζομαι,μεριμνώ,εποπτεύω,ασχολούμαι
ΑΝΤ: παραμελώ, αδιαφορώ, αγνοώ, παραβλέπω, παρατώ
- Επιτρέπω
ΣΥ:εγκρίνω,συγκατανεύω,ευλογώ,ανέχομαι,επιδέχομαι,εξουσιοδοτώ,αναθέτω,εμπιστεύομαι
ΑΝ:απαγορεύω,μπλοκάρω,κλείνω,αρνούμαι,απορρίπτω,αποκλείω,αποτρέπω,(παρ)εμποδίζω
- Επιφέρω
ΣΥΝ: προκαλώ, προξενώ, φέρνω, συνεπάγομαι, κάνω, καταφέρω, δίνω, ρίχνω
ΑΝΤ: αποτρέπω, εμποδίζω, αποφεύγω
- Επωμίζομαι
ΣΥΝ:φορτώνομαι,σηκώνω,αναλαμβάνω,αποδέχομαι,επιβαρύνομαι,υποχρεώνομαι
ΑΝΤ:εγκαταλείπω,παρατώ,πετάω,αρνούμαι,απορρίπτω,αποποιούμαι,αποφεύγω
- Εσπευσμένος
ΣΥΝ:βιαστικός,απροετοίμαστος,πρώιμος,πρόωρος,ανεπεξέργαστος,αμελέτητος,βεβιασμένος,απρογραμμάτιστος,επιπόλαιος,απερίσκεπτος,αστόχαστος
ΑΝΤ:αργός,καθυστερημένος,επεξεργασμένος,μελετημένος,υπολογισμένος,ψύχραιμος,μεθοδευμένος,ώριμος,συνετός,υπεύθυνος
- Ευδοκιμώ
ΣΥΝ:τελεσφορώ,επιτυγχάνω,προοδεύω,ευημερώ,ακμάζω,διακρίνομαι,ξεχωρίζω,αναδεικνύομαι,καρποφορώ(για φυτά)
Α:αποτυγχάνω,χρεοκοπώ,παρακμάζω,φθίνω,καθηλώνομαι,τελματώνω,ξεραίνομαι(για φυτά)
- Ευνοώ
ΣΥΝ:συμπαθώ,υποστηρίζω,ενισχύω,προστατεύω,μεροληπτώ,προβάλλω,προτιμώ,προκρίνω,επιδοκιμάζω,διευκολύνω
ΑΝΤ:αντιπαθώ,εναντιώνομαι,κοντράρω,απορρίπτω,αποδοκιμάζω,αντιτίθεμαι,υπονομεύω,παρεμποδίζω
- Εφορμώ
ΣΥΝ: επιτίθεμαι, ορμάω, χυμάω, πέφτω, ρίχνομαι
ΑΝΤ: αμύνομαι, υποχωρώ, αναδιπλώνομαι, οπισθοχωρώ
- Ζεύξη
ΣΥΝ: γεφύρωση, σύνδεση, συναρμογή, δέσιμο, εξάρτηση
ΑΝΤ: αποσύνδεση, αποκοπή, αποδιάρθρωση, απαλλαγή
- Ζήλος
ΣΥ:προθυμία,έφεση,όρεξη,έρωτας,εργατικότητα,σπουδή,αφοσίωση,πάθος,ζέση
ΑΝΤ:αζηλία,απροθυμία,ραθυμίαοκνηρία,υποτονικότητα,απάθεια,αδιαφορία
- Ζητώ
ΣΥΝ:ψάχνω,γυρεύω,αιτώ,αξιώνω,επιθυμώ,χρειάζομαι,δανείζομαι,νοσταλγώ
ΑΝΤ: αδιαφορώ, εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω, απομακρύνω, δίνω, προσφέρω
- Ζοφερός
ΣΥΝ:εφιαλτικός,φοβικός,πένθιμος,θλιβερός,απαίσιος,φρικτός,απαισιόδοξος
ΑΝΤ:φωτεινός,λαμπρός,ονειρώδης,σαγηνευτικός,εύθυμος,ιλαρός,εορταστικός
- Ζωηρός
ΣΥΝ: γρήγορος, χαρούμενος, δυνατός, ακμαίος, ατίθασος, δραστήριος, φωτεινός
ΑΝ:αργός,λυπητερός,άτονος,φρόνιμος,κόσμιος,αδρανής,θαμπός,νωθρός,ψυχρός
- Ηγούμαι
ΣΥΝ:προπορεύομαι,προβαδίζω,προεξάρχω,αρχίζω,διευθύνω,διοικώ,προϊσταμαι
ΑΝΤ: έπομαι, ακολουθώ, υπακούω, εκτελώ
- Ηθικός
ΣΥΝ: ψυχικός, πνευματικός, υπαρκτικός, χρηστός, καλός, αγαθός, ενάρετος
ΑΝΤ:υλικός,εξωτερικός,πρακτικός,ανήθικος,διεφθαρμένος,ανέντιμος,κακός
- Ήμερος
ΣΥΝ:ήπιος,ειρηνικός,μαλακός,απαλός,ήρεμος,γλυκός,καλοσυνάτος,γαλήνιος
ΑΝΤ: άγριος, ατίθασος, αδάμαστος, ανήμερος, βίαιος, σκληρός, τραχύς
- Ήπιος
ΣΥΝ:πράος,μαλακός,ήσυχος,συγκαταβατικός,καλότροπος,επιεικής,υποφερτός
ΑΝΤ:βίαιος,οξύς,σφοδρός,άγριος,τραχύς,επιθετικός,εχθρικός,αυστηρός,οξύς
- Ήρεμος
ΣΥΝ:πράος,νηφάλιος,ψύχραιμος,ήσυχος,γαλήνιος,ατάραχος,ακίνητος,μακάριος
ΑΝΤ:εκδηλωτικός,παρορμητικός,έντονος,ανήσυχος,ταραγμένος,εκνευριστικός
- Ήσυχος
ΣΥΝ:ατάραχος,σιγαλός,σιωπηλός,ήπιος,ξένοιαστος,αμετάβλητος,προβλέψιμος
ΑΝΤ:ανήσυχος,ταραγμένος,πολυθόρυβος,βίαιος,προβληματισμένος,ταραχώδης
- Θαλερός
ΣΥΝ: ακμαίος, εύρωστος, σφριγηλός, ρωμαλέος, ισχυρός, ζωηρός
ΑΝΤ:μαραμένος,ξερός,ασθενικός,υποτονικός,κουρασμένος,μαραζωμένος
- Θεαματικός
ΣΥΝ: ωραίος, απολαυστικός, ευχάριστος, αξιοθαύμαστος, εντυπωσιακός
ΑΝΤ:κοινός,κοινότοπος,ασήμαντος,απαρατήρητος,άσχημος,δυσάρεστος,ευτελής
- Θέλγω
ΣΥΝ: γοητεύω, ελκύω, σαγηνεύω, μαγνητίζω, παρασύρω, πλανεύω, αποπλανώ
ΑΝΤ: απωθώ, απομακρύνω, αποδιώχνω, απογοητεύω, αποθαρρύνω
- Θεμιτός
ΣΥΝ: επιτρεπτός, νόμιμος, σύννομος, δίκαιος, σωστός, θέσμιος
ΑΝΤ:αθέμιτος,έκνομος,παράνομος,ανεπίτρεπτος,άδικος,ανέντιμος,ανήθικος
- Θεσπέσιος
ΣΥΝ:θαυμάσιος,υπέροχος,έξοχος,θείος,εξαίρετος,μεγαλειώδης,τέλειος,ανώτερος
ΑΝ:απαίσιος,φρικτός,τερατώδης,άθλιος,ελλεεινός,ασήμαντος,ευτελής,κατώτερος
- Θετικός
ΣΥΝ:συγκεκριμένος,σαφής,σταθερός,βάσιμος,ρεαλιστικός,αντικειμενικός,αίσιος
ΑΝ:αόριστος,αναξιόπιστος,υποκειμενικός,αρνητικός,κακός,θεωρητικός,μέγιστος
- Θίγω
ΣΥΝ: προσβάλλω, βλάπτω, αναφέρω, υπονομεύω, ζημιώνω, επεμβαίνω
ΑΝΤ:τιμώ,προστατεύω,αγνοώ,διατηρώ,επαινώ,εγκωμιάζω,ενισχύω,διασφαλίζω
- Θρίαμβος
Σ:επίτευγμα,άθλος,κατόρθωμα,μεγαλούργημα,επιβεβαίωση,δικαίωση,κυριαρχία
Α:ήττα,πανωλεθρία,καταστροφή,αποτυχία,φιάσκο,αθλιότητα,ταπείνωση,υποταγή
- Θωρακίζω
Σ:εξοπλίζω,εφοδιάζω,οχυρώνω,προστατεύω,ισχυροποιώ,καλύπτω,προφυλάσσω
ΑΝΤ: αφοπλίζω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω, εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ
- Ιδανικός
ΣΥΝ:ιδεώδης,άριστος,θεωρητικός,κατάλληλος,πρότυπος,νοητός,πλατωνικός
ΑΝΤ:ταπεινός,χυδαίος,ευτελής,απεχθής,φρικτός,χείριστος,υπαρκτός,απτός
- Ιδεαλισμός
ΣΥΝ:πνευματοκρατία,ιδεοκρατία,συναισθηματικότητα,ρομαντισμός,ηθικότητα,ουτοπισμός
ΑΝΤ:υλισμός,ρεαλισμός,πραγματισμός,ορθολογισμός,θετικισμός,κυνισμός,αμοραλισμός
- Ιδεαλιστής
ΣΥΝ: ιδεοκράτης, ιδεολόγος
ΑΝΤ: ρεαλιστής
- Ιδεατός
ΣΥΝ:νοητός,φανταστικός,εγκεφαλικός,πλασματικός,νοερός,υποθετικός
ΑΝΤ: υπαρκτός, πραγματικός, αντικειμενικός, αισθητός, συγκεκριμένος
- Ιδιαίτερος
ΣΥ:προσωπικός,ιδιωτικός,αποκλειστικός,ειδικός,ατομικός,ιδιόρρυθμος,εκλεκτός,σπουδαίος,ξεχωριστός,αξιοπρόσεκτος,πρωτότυπος,περίεργος
ΑΝΤ:δημόσιος,κοινός,ενωμένος,ενιαίος,γενικός,μαζικός,συνηθισμένος,απλός,εύκολος,ανούσιος,άθλιος,πρόχειρος,ευκαιριακός
- Ιδιοτελής
Σ:ιδιωφελής,συμφεροντολόγος,εγωϊστής,μικρόψυχος,κερδοσκόπος,ωφελιμιστής,πλεονέκτης
ΑΝΤ:κοινωφελής,ανιδιοτελής,αφιλοκερδής,ιδεαλιστής,ανυστερόβουλος,αγνός,δοτικός
w Ιδιοφυής
ΣΥΝ:μεγαλοφυής,χαρισματικός,προικισμένος,ταλαντούχος,δαιμόνιος,δεινός,εξαιρετικός,ευρηματικός,καινοτόμος
Α:μέτριος,κοινότοπος,συνηθισμένος,ανίκανος,ατάλαντος,αδέξιος,άσχετος,αδαής,ανεπαρκής
- Ιερός
ΣΥΝ:θρησκευτικός,θείος,ευσεβής,πιστός,τίμιος,ευλογημένος,σεβαστός,θεάρεστος
ΑΝ:ανίερος,ανόσιος,βέβηλος,άπιστος,βλάσφημος,άθεος,άτιμος,ευτελής,χυδαίος,μολυσμένος
- Ικανοποιώ
Σ:ευχαριστώ,ανταποκρίνομαι,χαροποιώ,πραγματοποιώ,συμφωνώ,αποζημιώνω,επανορθώνω
ΑΝ:απογοητεύω,δυσαρεστώ,λυπώ,εγκαταλείπω,παραμελώ,αδιαφορώ,απέχω,αστοχώ,βλάπτω
w Ίλιγγος
ΣΥΝ: ζάλη, αίσθηση μετεωρισμού, κατάπληξη, αναστάτωση, σύγχυση
ΑΝΤ:νηφαλιότητα,ευεξία,ισορροπία,αταραξία,ηρεμία,απάθεια,ψυχραιμία,αδιαφορία
- Ισοδύναμος
ΣΥΝ:ίσος,ισάξιος,εφάμιλλος,ανταγωνιστικός,ομότιμος,ισοτελής,αντάξιος,συνώνυμος
ΑΝΤ:άνισος,διάφορος,αποκλίνων,αναντίστοιχος,ασύμβατος,ανάξιος,διαφορετικός,αντίθετος
- Ισοπεδώνω
ΣΥΝ: εξομαλύνω, καταστρέφω, καταργώ, εξαλείφω, ομογενοποιώ, εξομοιώνω
ΑΝΤ: τραχύνω, χτίζω, ιδρύω, θεμελιώνω, αναδεικνύω, συντηρώ, αποκαθιστώ
- Ισχυρίζομαι
ΣΥΝ: υποστηρίζω, διατείνομαι, (δια) βεβαιώνω, επιμένω
ΑΝΤ: διαψεύδω, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, σωπαίνω, αναιρώ, ανακαλώ
- Ισχυρός
ΣΥΝ: δυνατός, ρωμαλέος, ανθεκτικός, έντονος, δριμύς, βίαιος, σημαντικός, ανώτερος, ασφαλής, μεγάλος, υπερβολικός, ανώτερος, ενισχυμένος
ΑΝΤ:αδύναμος,ασθενικός,χαλαρός,άτονος,εξαντλημένος,παθητικός,ανούσιος,αναποτελεσματικός,ασθενής,ήπιος,ανίσχυρος,ισχνός,ασήμαντος,οριακός,μικρός,ελάχιστος,ανεπαρκής